αποβατικός

αποβατικός
-ή, -ό (Μ ἀποβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις»)
μσν.
αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποβατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβατικός — ή, ό κατάλληλος για απόβαση, αυτός που σχετίζεται με την απόβαση: Η αποβατική επιχείρηση πέτυχε, αλλά οι απώλειες ήταν μεγάλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποβατικοί — ἀποβατικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”